- μονοδελφής
- οβιολ. όρος που αναφέρεται σε ζώο το οποίο διαθέτει μόνον μία μήτρα, όπως είναι τα ευθήρια θηλαστικά, σε αντιδιαστολή προς τα διδελφή, που έχουν δύο κόλπους και δύο μήτρες, όπως είναι ορισμένα μαρσιποφόρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.